ЗИАЧИТЕЛЬНО

зиачительн||онареч 1. σημαντικά {-ῶς}, (κατά)πολύ: ~ дороже (κατά)πολύ ἀκριβότερα· его здоровье ~ улучшилось ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε σημαντικά· 2. (выразительно) μέ σημασία, ἐμφαντικά, ἐκφραστικά: ~ посмотреть κυττάζω μέ βλέμμα γεμᾶτο σημασία.

Смотреть больше слов в «Русско-новогреческом словаре»

ЗИАЧИТЕЛЬНОСТЬ →← ЗЕФИР

T: 266