Русско-новогреческий словарь
НАСИЛИЕ
насил||иес ἡ βία, ὁ βιασμός, ὁ ἐκβιασμός, ἡ βιαιοπραγία / ὁ καταναγκασμός (принуждение): следы ~ия τά ἰχνη βίας (εκβιασμού)· применить ~ μεταχειρίζομαι βία.
Смотреть другие описания
насил||иес ἡ βία, ὁ βιασμός, ὁ ἐκβιασμός, ἡ βιαιοπραγία / ὁ καταναγκασμός (принуждение): следы ~ия τά ἰχνη βίας (εκβιασμού)· применить ~ μεταχειρίζομαι βία.Смотреть другие описания