Русско-новогреческий словарь

ПРИВЫЧКА

привыч||каж ἡ συνήθεια, τό συνήθειο, ἡ δξη {-ις}: плохая ~ ἡ κακή συνήθεια, ἡ κακή ἐξις· это вошло у него в ~ку τοῦ ἐγινε συνήθεια, τό πήρε συνήθειο· по ~ке ἀπό συνήθεια· иметь ~ку ἔχω τή συνήθεια· дело ~ки ζήτημα συνήθειας.
Смотреть другие описания