Русско-новогреческий словарь
АКТИВНОСТЬ
активн||остьж ἡ ἐνεργητικότητα {-ης}, ἡ δραστηριότητα {-ης}: политическая ~ή πολιτική δραστηριότητα; проявлить ~ ἐπιδεικνύω ἐνεργητικότητα.
Смотреть другие описания
активн||остьж ἡ ἐνεργητικότητα {-ης}, ἡ δραστηριότητα {-ης}: политическая ~ή πολιτική δραστηριότητα; проявлить ~ ἐπιδεικνύω ἐνεργητικότητα.Смотреть другие описания