Русско-новогреческий словарь

ГОЛУБЬ

голуб||ьм τό περιστέρι/ τό πιτσούνι (молодой)! τό ἀγριοπερίστερο{ν} (дикий): почтовый ~ τό ταχυδρομικό περιστέρι· сизый ~ τό γαλάζιο περιστέρι· ◊ ~ мира τό περιστέρι τής είρήνης.
Смотреть другие описания