Русско-новогреческий словарь

ИЗЪЯТИЕ

изъят||иес 1. ἡ ἀφαίρεση {-ις}, ἡ ἄρση{-ις}, τό βγάλσιμο, ἡ κατάσχεση {-ις} / ἡ ἀπομάκρυνση {-ις}, ἡ μετατόπιση {-ις} (удаление): ~ из. обращения ἡ ἄρση ἀπό τήν κυκλοφορία· 2. (исключение) ἡ ἐξαί-ρεση {-ις}: все без ~ия ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση.
Смотреть другие описания